- τήθη
- και τηθή, ἡ, ΜΑ και ιων. τ. τῆθα, Α1. γιαγιά (α. «Λυσαρέτης τῆς ἐμῆς τήθης», Δημοσθ.β. «πάππους τε καὶ τηθάς», Πλατ.)2. τροσός, παραμάνα («τῇ ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα "δέξαι, θήλασον"», Σχόλ.Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με διπλασιασμό ενός θ. θη- (*θη-θη) και ανομοίωση τού πρώτου δασέος συμφώνου, η οποία μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *dhē- / *dhē dhē-, ηχομιμητική λ. του παιδικού λεξιλογίου (πρβλ. αρχ. σλαβ. dědŭ «πρόγονος», ρωσ. ded «παππούς», λιθουαν. dẽde «θείος»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει πιθ. και η λ. θεῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.